Σάββατο 11 Απριλίου 2009

αν-ασφάλεια

γεμίζουν τα δελτία και οι εφημερίδες από ιστορίες συνταξιούχων που τους σκότωσαν για 50 ευρώ, για γιαγιάδες που τις βίασαν μέσα στο σπίτι τους και παρεμπιπτόντως, πήραν και ένα κατοστάρικο, για πράγματα που σε κάνουν να κουνάς το κεφάλι αποδοκιμαστικά: πρώτον, για την τρομοκρατία που ασκούν τα κανάλια σε όλους τους ηλικιωμένους, δεύτερον, για την τρομοκρατία που ασκούν σε όλους, τρίτον, για την διαρκώς απούσα κυβέρνηση, τέταρτον, για όσους κρατούν λεφτά στο σπίτι, πέμπτον, έκτον, έβδομον, ο καθένας μπορεί να σκέφτεται κάτι. κ μπαίνεις υποσυνείδητα στη θέση του αμυνόμενου, σκέφτεσαι ότι σε σένα δεν θα έρθει κανείς, το ξορκίζεις κάπως έτσι, αλλά πιστεύεις ότι θα είσαι ψύχραιμος, ότι υπάρχει μια δόση υπερβολής σ' αυτά που ακούς και η πραγματικότητα είναι λίγο πιο ήπια, αλλά ακόμα και στην περίπτωση που θα σου έρθουν, εσύ θα λουφάξεις κάτω από την ασφάλεια του παπλώματός σου και αυτοί θα φύγουν χωρίς να σε πειράξουν, παίρνοντας ένα τηλέφωνο, έναν υπολογιστή, ένα πορτοφόλι. κ η σκέψη σβήνει στην επόμενη είδηση που είναι για έναν ζαχαροπλάστη που φτιάχνει τσουρέκια από χώμα (τέτοιες εποχές...), για κάποιον που φτιάχνει μηχανές που καίνε νερό (επίσης, τέτοιες εποχές..) ή για τον παρουσιαστή και τα κόμπλεξ του. κ ξεχνιέσαι..
και το επόμενο βράδυ κάποιος είναι μέσα στο σπίτι σου..
ανατριχιάζω στη σκέψη. για την ακρίβεια, ανατρίχιαζα. μέχρι που μπήκαν στο σπίτι μου. κ τώρα τρέμω. και κλειδώνω. και ακούω έναν απλό ήχο της νύχτας και πετάγομαι. και ψάχνω να βρω μια σκιά πίσω από τα κλειστά πατζούρια, και βέβαια δεν υπάρχει. αλλά αυτό συντηρείται και οι σκιές δημιουργούνται μέσα στο κεφάλι σου και κάνουν βόλτες τα βράδια γύρω από τους τοίχους σου. και ελπίζεις πλέον όχι να σ' αφήσουν ήσυχο όταν μπουν αλλά να σταματήσουν να σε επισκέπτονται τα βράδια οι σκιές που άφησαν μέσα στο σπίτι σου. και εύχομαι να έρθει γρήγορα η μέρα (νύχτα) που θα πάω στην κουζίνα για ένα βραδινό νερό ή στην τουαλέτα για ένα βραδινό κατούρημα και δεν θα θέλω να κρατήσω ένα ξύλο στο χέρι μου.
ποιος φταίει; φταίει η αστυνομία; φταίει η κρίση; φταίει η ανεργία και η πείνα; φταίει η πόλη με το ένα σπίτι δίπλα στο άλλο και τις ταράτσες να γίνονται σκοτεινοί διάδρομοι για εύκολη πρόσβαση; ήταν έτσι και παλιά ή εκτραχύνθηκε η κατάσταση τους τελευταίους μήνες; φταίνε οι αλλοδαποί άνεργοι που δεν έχουν στην ήλιο μοίρα; εμείς που τους εκμεταλλευτήκαμε όσο μπορούσαμε και τώρα που δεν μας χρειάζονται κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, κρύβοντάς τους στους φόβους μας και αλλάζοντας πεζοδρόμιο όταν βγουν στο φως του ήλιου;
περίμενα ότι θα έγραφα αυτό το κομμάτι και θα εκτόνωνα την αγωνία μου. αλλά ξαφνικά τα χέρια μου κολλούν, κάνουν ορθογραφικά λάθη, ψάχνουν απαντήσεις σε λάθος μέρη. να κατηγορήσω μια άχρηστη κυβέρνηση; επειδή ένα βράδυ κάποιος μπήκε στο σπίτι μου; χοντρό είναι. και μάλλον εύκολο. η κυβέρνηση έχει γίνει εύκολος στόχος. αλλά διάολε, ποιος θα με προστατέψει; ο τεχνικός που θα με γεμίσει με πύρους, σιδεριές, συναγερμούς, λουκέτα, σφαλισμένη ζωή μέσα σε κάγκελα που κρύβουν τον έναν από τον άλλο; οι τρεις ένστολοι, με τα αλεξίσφαιρα, με τα πιστόλια τους που ήρθαν όταν τέλειωσαν όλα και κίτρινοι από το φόβο τρέκλιζαν, μήπως τους χτυπήσει μια σκιά; το κράτος; δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω ποιος. αλλά θα ήθελα αυτός που τα παίρνει χοντρά για τα συστήματα ασφαλείας που εγκαθιστούν παντού, για κάμερες, για μπάτσους σε παπάκια, για όπλα, για αλεξίσφαιρα, για ασύρματους και για παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών, να τα πάρει, να πάρει όσα θέλει, να του τα καταθέσω εγώ προσωπικά σε έναν υπεράκτιο κρυφό λογαριασμό, αλλά να μου εγγυηθεί ότι δεν θα ξαναμπεί κανείς στο σπίτι μου. όχι να τον πιάσει τυχαία μετά από 10 μήνες σε μια άσχετη συμπλοκή, δεν με ενδιαφέρει αν θα τον βρουν ποτέ, δεν είναι προσωπικό άλλωστε. θέλω να μου εγγυηθεί ότι θα με προστατεύσει. για να μην χρειάζεται να το κάνω μόνος μου. με κίνδυνο να χαθώ και εγώ σε μία ολοήμερη αναφορά από όλα τα μέσα και μετά να σβήσω στον ορίζοντα, όπως ο "δικός" μου διαρρήκτης χάθηκε στο χάραμα.
ο τελευταίος που μου φταίει είναι αυτός που μπήκε. η ανάγκη, όταν πολλαπλασιάζεται και κάνει το στομάχι σου να γουργουρίζει μόνιμα και το μυαλό σου να βρίσκει λογική εξήγηση στο παράλογο είναι κάτι που εύχεσαι να μην νοιώσεις ποτέ. γιατί κάτι ανάλογο θα κάνεις, αν όχι το ίδιο. αυτό που σε οπλίζει σε τέτοιες περιπτώσεις και ατρόμητος μπουκάρεις σε σπίτια με κόσμο που κοιμάται και μωρά που νιαουρίζουν είναι η ανάγκη. κ πρέπει να την καταλάβεις μάλλον, ή τουλάχιστον να προσπαθήσεις. αλλά αυτός που θα αγοράσει το κινητό που έκλεψαν στα σκοτεινά στενά της ομόνοιας και θα το πουλήσει μετά σε ένα λαμπερό μαγαζί στην πατησίων είναι αυτός που θα ήθελα να τιμωρήσω με το ίδιο νόμισμα. αυτός που σε φέρνει από τη χώρα σου και σε βάζει σαν σκλάβο να δουλεύεις για ένα κομμάτι ψωμί και μετά σε πετάει και δεν σου δίνει ούτε αυτό το ξεροκόμματο, στο σπίτι αυτού θα ήθελα να μπω, πατώντας στις μύτες, να γεμίσω το σπίτι του με σκιές που δεν θα φύγουν όσο κι αν καθαρίσεις, όσο κι αν αερίσεις, όσο κι αν κάνεις ότι τα ξέχασες όλα και προσπαθείς ήρεμος να συνεχίσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου