Σάββατο 18 Απριλίου 2009

όταν τα μωρά μπαίνουν περίπου στον τέταρτο μήνα της ζωής τους, αρχίζουν να αποκτούν την αίσθηση της μονιμότητας. μέχρι τότε, όταν ένα παιχνίδι βγει από το οπτικό πεδίο τους πιστεύουν ότι εξαφανίστηκε για πάντα, όταν βγεις από το δωμάτιο και σταματήσεις να του μιλάς σχεδόν σε ξεχνάει και όταν εμφανιστείς πάλι, καταλαβαίνεις την έκπληξή του από το βλέμμα που σε βλέπει σαν κάτι περίπου καινούριο. από τότε και μετά καταλαβαίνει ότι όταν κάτι κρυφτεί ή βγει από το οπτικό πεδίο του δεν χάνεται για πάντα, όταν βγεις από το δωμάτιο μένει με καρφωμένο βλέμμα στην πόρτα περιμένοντας να ξαναμπείς, όταν πετάξει ένα παιχνίδι του και αυτό χωθεί κάτω από το πάπλωμά του, ψαχουλεύει μέχρι να ανακαλύψει ένα εξόγκωμα και σηκώσει το πάπλωμα για να δει ενθουσιασμένο το παιχνίδι του.
το δικό μας κράτος βρίσκεται ακόμα στο πρώτο τρίμηνο της ζωής του. αν κάτι δεν το βλέπουμε, δεν υπάρχει. μάλιστα έχει εξελίξει αυτό το μοντέλο και όταν δεν θέλει κάτι να φαίνεται, το κρύβει πίσω από έπιπλα, κάτω από παπλώματα, σε μια αποθηκούλα στο υπόγειο και πετάει και το κλειδί. και πιστεύει ότι όλοι μας λειτουργούμε σαν βρέφη με ηλικία μικρότερη των 100 ημερών. το δυστυχές είναι ότι μάλλον έχει δίκιο.
η υπόθεση παυλίδη είναι κατάφωρο παράδειγμα της εφαρμογής αυτού του μοντέλου. μια υπόθεση που τραβιέται για πολλούς μήνες, με δικογραφίες και επιστολές εισαγγελέων και ανακριτών που κρύβονται σε συρτάρια, χάνονται σε πλοία, ένας διεφθαρμένος πρώην υπουργός, βουλευτής για 30 και πλέον ετών, "αστειάτορας" και καραγκιοζάκος, ένας εφοπλιστής (λέμε τώρα) που όταν δεν του κάθησε το θέμα άρχισε να καταγγέλλει, μια κόρη που ζήτησε προίκα από το μπαμπά και της την έδωσε ένας "θειος", ένα σπίτι στο ψυχικό που ένας υπουργός το αγοράζει 130.000, μετά 155.000, μετά 250.000 αλλά εμείς θα θέλαμε πάνω από 400.000, ένας πρωθυπουργός που πιστεύει ότι όλα θα ξεχαστούν σουβλίζοντάς τα στην εξοχή, ένας αρχηγός της αντιπολίτευσης που τρομοκρατημένος μήπως βγουν και τα δικά τους στη φόρα, διστάζει να μιλήσει ανοιχτά, κι ακόμα ένας, κι άλλος ένας... δεν έχει τελειωμό η κατηφόρα. και εμείς στεκόμαστε ενεοί, ανήμποροι να ξεφύγουμε από το βούρκο των διοδίων, του ακριβού αρνιού (δηλαδή, πόσο θέλουμε να έχει;; μισό ευρώ, σαν ελεημοσύνη στους κτηνοτρόφους;;), της αδυναμίας καταβολής μιας δόσης των 100 ευρώ, έτοιμοι όμως να ξεχυθούμε στις εκθέσεις αυτοκινήτων να πάρουμε "τώρα που είναι φτηνά", τετραπλασιάζοντας τις παραγγελίες, γκρινιάζοντας μετά γιατί το τζιπ που αγοράσαμε "έχει πολύ ακριβή συντήρηση και καίει πολύ", ελπίζοντας ότι θα μας μειώσουν το κόστος της βενζίνης, θα καταργήσουν τα τέλη κυκλοφορίας, θα δώσουν επιδότηση για να επισκευάσουμε το gps.
μια έρευνα δείχνει ότι αν κάποιος μας προτείνει να μας δώσει κάποια λεφτά, χωρίς να κάνουμε τίποτα, εμείς θα ρωτήσουμε πόσα θα πάρει αυτός. είσαι ο Α και σου δίνει ο Χ 100. σου λέει ότι μπορείς να τα κρατήσεις, με την προϋπόθεση ότι από τα 100, θα δώσεις κάτι και σε κάποιον άλλο, στο Β, και αν ο Β δεχτεί αυτά που θα του δώσεις, θα κρατήσεις εσύ τα υπόλοιπα. το αποτέλεσμα της έρευνας είναι ότι τις περισσότερες φορές κανείς δεν παίρνει τίποτα, επειδή ο Β δεν αρκείται σε κάποια λεφτά, αν ο Α πάρει περισσότερα.. δηλαδή έρχεται κάποιος και σου δίνει από το πουθενά 10, 20, 30, αλλά εσύ προτιμάς να μην τα πάρεις αν ο άλλος θα πάρει 90, 80, 70.. πείτε μου ένα κομμάτι της κοινωνίας, μια δραστηριότητα της πολιτικής, μια καθημερινή πράξη οποιουδήποτε από μας που δεν ανήκει στο δείγμα της έρευνας..

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

αν-ασφάλεια

γεμίζουν τα δελτία και οι εφημερίδες από ιστορίες συνταξιούχων που τους σκότωσαν για 50 ευρώ, για γιαγιάδες που τις βίασαν μέσα στο σπίτι τους και παρεμπιπτόντως, πήραν και ένα κατοστάρικο, για πράγματα που σε κάνουν να κουνάς το κεφάλι αποδοκιμαστικά: πρώτον, για την τρομοκρατία που ασκούν τα κανάλια σε όλους τους ηλικιωμένους, δεύτερον, για την τρομοκρατία που ασκούν σε όλους, τρίτον, για την διαρκώς απούσα κυβέρνηση, τέταρτον, για όσους κρατούν λεφτά στο σπίτι, πέμπτον, έκτον, έβδομον, ο καθένας μπορεί να σκέφτεται κάτι. κ μπαίνεις υποσυνείδητα στη θέση του αμυνόμενου, σκέφτεσαι ότι σε σένα δεν θα έρθει κανείς, το ξορκίζεις κάπως έτσι, αλλά πιστεύεις ότι θα είσαι ψύχραιμος, ότι υπάρχει μια δόση υπερβολής σ' αυτά που ακούς και η πραγματικότητα είναι λίγο πιο ήπια, αλλά ακόμα και στην περίπτωση που θα σου έρθουν, εσύ θα λουφάξεις κάτω από την ασφάλεια του παπλώματός σου και αυτοί θα φύγουν χωρίς να σε πειράξουν, παίρνοντας ένα τηλέφωνο, έναν υπολογιστή, ένα πορτοφόλι. κ η σκέψη σβήνει στην επόμενη είδηση που είναι για έναν ζαχαροπλάστη που φτιάχνει τσουρέκια από χώμα (τέτοιες εποχές...), για κάποιον που φτιάχνει μηχανές που καίνε νερό (επίσης, τέτοιες εποχές..) ή για τον παρουσιαστή και τα κόμπλεξ του. κ ξεχνιέσαι..
και το επόμενο βράδυ κάποιος είναι μέσα στο σπίτι σου..
ανατριχιάζω στη σκέψη. για την ακρίβεια, ανατρίχιαζα. μέχρι που μπήκαν στο σπίτι μου. κ τώρα τρέμω. και κλειδώνω. και ακούω έναν απλό ήχο της νύχτας και πετάγομαι. και ψάχνω να βρω μια σκιά πίσω από τα κλειστά πατζούρια, και βέβαια δεν υπάρχει. αλλά αυτό συντηρείται και οι σκιές δημιουργούνται μέσα στο κεφάλι σου και κάνουν βόλτες τα βράδια γύρω από τους τοίχους σου. και ελπίζεις πλέον όχι να σ' αφήσουν ήσυχο όταν μπουν αλλά να σταματήσουν να σε επισκέπτονται τα βράδια οι σκιές που άφησαν μέσα στο σπίτι σου. και εύχομαι να έρθει γρήγορα η μέρα (νύχτα) που θα πάω στην κουζίνα για ένα βραδινό νερό ή στην τουαλέτα για ένα βραδινό κατούρημα και δεν θα θέλω να κρατήσω ένα ξύλο στο χέρι μου.
ποιος φταίει; φταίει η αστυνομία; φταίει η κρίση; φταίει η ανεργία και η πείνα; φταίει η πόλη με το ένα σπίτι δίπλα στο άλλο και τις ταράτσες να γίνονται σκοτεινοί διάδρομοι για εύκολη πρόσβαση; ήταν έτσι και παλιά ή εκτραχύνθηκε η κατάσταση τους τελευταίους μήνες; φταίνε οι αλλοδαποί άνεργοι που δεν έχουν στην ήλιο μοίρα; εμείς που τους εκμεταλλευτήκαμε όσο μπορούσαμε και τώρα που δεν μας χρειάζονται κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, κρύβοντάς τους στους φόβους μας και αλλάζοντας πεζοδρόμιο όταν βγουν στο φως του ήλιου;
περίμενα ότι θα έγραφα αυτό το κομμάτι και θα εκτόνωνα την αγωνία μου. αλλά ξαφνικά τα χέρια μου κολλούν, κάνουν ορθογραφικά λάθη, ψάχνουν απαντήσεις σε λάθος μέρη. να κατηγορήσω μια άχρηστη κυβέρνηση; επειδή ένα βράδυ κάποιος μπήκε στο σπίτι μου; χοντρό είναι. και μάλλον εύκολο. η κυβέρνηση έχει γίνει εύκολος στόχος. αλλά διάολε, ποιος θα με προστατέψει; ο τεχνικός που θα με γεμίσει με πύρους, σιδεριές, συναγερμούς, λουκέτα, σφαλισμένη ζωή μέσα σε κάγκελα που κρύβουν τον έναν από τον άλλο; οι τρεις ένστολοι, με τα αλεξίσφαιρα, με τα πιστόλια τους που ήρθαν όταν τέλειωσαν όλα και κίτρινοι από το φόβο τρέκλιζαν, μήπως τους χτυπήσει μια σκιά; το κράτος; δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω ποιος. αλλά θα ήθελα αυτός που τα παίρνει χοντρά για τα συστήματα ασφαλείας που εγκαθιστούν παντού, για κάμερες, για μπάτσους σε παπάκια, για όπλα, για αλεξίσφαιρα, για ασύρματους και για παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών, να τα πάρει, να πάρει όσα θέλει, να του τα καταθέσω εγώ προσωπικά σε έναν υπεράκτιο κρυφό λογαριασμό, αλλά να μου εγγυηθεί ότι δεν θα ξαναμπεί κανείς στο σπίτι μου. όχι να τον πιάσει τυχαία μετά από 10 μήνες σε μια άσχετη συμπλοκή, δεν με ενδιαφέρει αν θα τον βρουν ποτέ, δεν είναι προσωπικό άλλωστε. θέλω να μου εγγυηθεί ότι θα με προστατεύσει. για να μην χρειάζεται να το κάνω μόνος μου. με κίνδυνο να χαθώ και εγώ σε μία ολοήμερη αναφορά από όλα τα μέσα και μετά να σβήσω στον ορίζοντα, όπως ο "δικός" μου διαρρήκτης χάθηκε στο χάραμα.
ο τελευταίος που μου φταίει είναι αυτός που μπήκε. η ανάγκη, όταν πολλαπλασιάζεται και κάνει το στομάχι σου να γουργουρίζει μόνιμα και το μυαλό σου να βρίσκει λογική εξήγηση στο παράλογο είναι κάτι που εύχεσαι να μην νοιώσεις ποτέ. γιατί κάτι ανάλογο θα κάνεις, αν όχι το ίδιο. αυτό που σε οπλίζει σε τέτοιες περιπτώσεις και ατρόμητος μπουκάρεις σε σπίτια με κόσμο που κοιμάται και μωρά που νιαουρίζουν είναι η ανάγκη. κ πρέπει να την καταλάβεις μάλλον, ή τουλάχιστον να προσπαθήσεις. αλλά αυτός που θα αγοράσει το κινητό που έκλεψαν στα σκοτεινά στενά της ομόνοιας και θα το πουλήσει μετά σε ένα λαμπερό μαγαζί στην πατησίων είναι αυτός που θα ήθελα να τιμωρήσω με το ίδιο νόμισμα. αυτός που σε φέρνει από τη χώρα σου και σε βάζει σαν σκλάβο να δουλεύεις για ένα κομμάτι ψωμί και μετά σε πετάει και δεν σου δίνει ούτε αυτό το ξεροκόμματο, στο σπίτι αυτού θα ήθελα να μπω, πατώντας στις μύτες, να γεμίσω το σπίτι του με σκιές που δεν θα φύγουν όσο κι αν καθαρίσεις, όσο κι αν αερίσεις, όσο κι αν κάνεις ότι τα ξέχασες όλα και προσπαθείς ήρεμος να συνεχίσεις.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

5% περισσότερη υποκρισία



5% παρακράτηση της βουλευτικής αποζημίωσης για ένα χρόνο με προορισμό το ταμείο συνοχής. 4,9% πήραν αύξηση (την οποία δεν πήραν οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι) για ένα έτος από το οποίο θα αφαιρεθεί από το μισθό τους το 5%. δηλαδή.. παρακράτηση 0.1%. που σημαίνει, 6 ευρώ λιγότερα το μήνα, 72 το χρόνο. από την άλλη βέβαια υπάρχει η αύξηση της αποζημίωσης για κάθε συμμετοχή σε επιτροπή και αύξηση των εξόδων που δικαιολογούνται για κάθε βουλευτή. που συνεπάγεται τελικά αύξηση μεγάλη, όπως πάντα, η οποία δεν δίνεται στους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους, για 2 έτη. κ αναρωτιόμουν όταν το διάβασα.. γιατί δεν βγήκε σύσσωμη η βουλή να επιδείξει την γενναιοδωρία της προς τον ελληνικό λαό; μήπως τελικά καταλαβαίνουν ότι θα τους πάρουμε με τις πέτρες; η υποκρισία του προέδρου τους που δηλώνει περήφανα το 5% ευτυχώς δεν ακολουθήθηκε από τους υπόλοιπους, πιο πονηρούς, βουλευτές.

να συμφωνήσω ότι τέτοιες αναφορές καταντούν λαϊκίστικες. να συμφωνήσω ότι το να σχολιάζεις τα ακριβά αυτοκίνητα των βουλευτών είναι ανούσια κριτική, να συμφωνήσω ότι τα "χρυσά κουτάλια" και οι αντίστοιχες κατηγορίες λίγα προσφέρουν στην πρόοδο. κανείς δεν περιμένει και στην πραγματικότητα δεν θέλει έναν πεινασμένο βουλευτή, έτοιμο να δεχτεί οποιοδήποτε "δωράκι". τουλάχιστον δίνοντάς του τα πάντα, εξασφαλίζεις την αντικειμενικότητά του. έτσι δεν μας λένε τόσα χρόνια για την ανάγκη οι δημόσιοι λειτουργοί να αμείβονται τόσο καλά ώστε να μην πέφτουν εύκολα θύματα επιχειρηματικών συμφερόντων. τότε, πού στο διάολο είναι τα λεφτά;;;

είναι κρίμα ο λαϊκίστικος σχολιασμός να σχολιάζεται με τόσο αφ υψηλού κριτήρια. όταν ο κόσμος μετρά το δίευρω, θα μετρήσει κ το διχίλιαρο του λειτουργού. απλά και σωστά. κ θα το κατηγορήσει, δεν πρέπει να το επιτρέψει, δεν πρέπει να επιτρέψει την διαιώνιση ενός μοντέλου βουλευτή που δεν συνειδητοποιεί και δεν λέει με τίποτα να δεχτεί ποιος είναι ο εργοδότης του. δεν ξέρω αν ντρέπομαι να το φωνάζω στις συναλλαγές μου με τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά το μόνο που πρέπει να ξεπεράσω είναι αυτήν τη ντροπή και να το φωνάζω προς όλες τις κατευθύνσεις: "Ναι ρε, θα κάνεις αυτό που πρέπει κ θα μ' ακούσεις, γιατί εγώ σε πληρώνω!"